- ψυχοθεραπευτής
- ο, θηλ. ψυχοθεραπεύτρια, Νιατρ. γιατρός ειδικευμένος στην ψυχοθεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + θεραπευτής: Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Καιροί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοθεραπευτής — ο ο γιατρός που θεραπεύει με την ψυχοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ψυχοθεραπευτής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία («ψυχοθεραπευτική μέθοδος») … Dictionary of Greek